- οφθαλμόσαυρος
- (ophthalmosaurus). Γένος ισχθυόσαυρων ερπετών, που έχει εκλείψει. Οι o., που είχαν μεγάλα μάτια, ζούσαν στις θάλασσες των περιόδων της ανώτερης ιουρασικής και της κατώτερης κρητιδικής.
* * *ο(παλαιοντ.) ιχθυοσαύριο ερπετό με πολύ μεγάλους οφθαλμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ophthalmosaurus (< οφθαλμός + σαύρα)].
Dictionary of Greek. 2013.